- πληβείος
- -α, -ο, / πληβεῑος, ΝΜΑ, και πληβήιος, -ΐα, -ον, Ααυτός που κατάγεται από λαϊκή, κατώτερη κοινωνική τάξη2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτης από κατώτερη τάξη που δεν είχε ευγενή καταγωγή, σε αντιδιαστολή προς τους πατρικίους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plebeius < plebs, -bis «δήμος, όχλος»].
Dictionary of Greek. 2013.